κατευωχούμαι

κατευωχούμαι
κατευωχούμαι, -έομαι (Α)
(επιτ. τ. τού ευωχούμαι)
1. συμμετέχω σε ευωχία, ευθυμώ, διασκεδάζω («οἶνον δὲ γινόμενον ταχὺ ἀναλίσκουσι κατευωχούμενοι μετὰ τῶν συγγενῶν», Στράβ.)
2. μτγν. ενεργ. κατευωχῶ, -έω
παρέχω ευωχία, φιλεύω κάποιον, ψυχαγωγώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εὐωχοῡμαι «συμμετέχω σε συμπόσιο, σε τραπέζι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατευωχοῦμαι — κατευωχέομαι feast and make merry on pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”